- ἡδύγελως
- ἡδύγελω̆ς , ἡδύγελωςadverbialἡδύγελω̆ς , ἡδύγελωςmasc/fem nom plἡδύγελω̆ς , ἡδύγελωςmasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηδύγελως — ἡδύγελως, ω, ὁ, ἡ, ήδύγελων, το (Α) αυτός που γελάει γλυκά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + γέλως «γέλιο»] … Dictionary of Greek
ἡδυγέλωτα — ἡδύγελως neut nom/voc/acc pl ἡδύγελως masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυγέλωτι — ἡδύγελως dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέλως — ( ωτος), ο (AM γέλως) 1. το γέλιο για δήλωση χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού 2. ο ήχος που αναδίδεται από το γέλιο 3. αιτία, λόγος που προκαλεί γέλιο 4. κοιλότητα που σχηματίζεται στα μάγουλα κατά το γέλιο, κοινώς λακκάκι 5. φρ. α) «Σαρδόνιος γέλως» … Dictionary of Greek